ἀναστᾶσ'

ἀναστᾶσ'
ἀναστᾶσα , ἀνίστημι
make to stand up
aor part act fem nom/voc sg
ἀναστᾶσι , ἀνίστημι
make to stand up
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
ἀναστᾶσαι , ἀνίστημι
make to stand up
aor part act fem nom/voc pl
ἀναστᾶσαι , ἀνίστημι
make to stand up
aor inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιμετάλλωση — Μεταλλική επένδυση για την προστασία μεταλλικών ή μη υλικών και για τη βελτίωση των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους. Η ε. εκτελείται με διάφορες μεθόδους: με εμβάπτιση, με ηλεκτρόλυση, με καθοδική ε. Η ε. με εμβάπτιση εφαρμόζεται για την… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιμος — ο ο ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιμος (πρβλ. αναστάσ ιμος, εργάσ ιμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”